-
1 μεταβαπτω
( путем погружения) окрашивать в иной цвет, перекрашивать(ὄξει μεταβαπτόμενον νόμισμα Plut.; ἱκανῶς μεταβεβάφθαι Luc.)
ὑπὸ τοῦ δέους μεταβαφείς Luc. — изменившись от страха в лице
1 μεταβαπτω
(ὄξει μεταβαπτόμενον νόμισμα Plut.; ἱκανῶς μεταβεβάφθαι Luc.)